- φωσωνίδα
- και λόγιος τ. φωσσωνίς, -ίδος, η, Νναυτ. το πάνω από τη δολωνίδα τετράγωνο ιστίο τού επιδρόμου, κν. μπέλμπερης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φώσων / φώσσων + κατάλ. -ίς / -ίδα (πρβλ. πινακ-ίδα). Ο λόγιος τ. φωσωνίς μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.